- εκτελωνίζω
- εξάγω και παραλαμβάνω εμπόρευμα από το τελωνείο μετά τις νόμιμες διατυπώσεις και την καταβολή τού σχετικού τέλους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκτελωνίζω — εκτελωνίζω, εκτελώνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκτελωνίζω — εκτελώνισα, εκτελωνίστηκα, εκτελωνισμένος, μτβ., κάνω τις νόμιμες διατυπώσεις για την παραλαβή ή εξαγωγή εμπορευμάτων από το τελωνείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκτελώνιση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτελωνίζω, ο εκτελωνισμός, το σύνολο τών διατυπώσεων που ορίζουν οι νόμοι μέ τις οποίες εξάγωμε και παραλαμβάνουμε εμπορεύματα από το τελωνείο … Dictionary of Greek
τελωνίζω — Ν 1. επιβάλλω την πληρωμή τελωνειακού τέλους στα εισαγόμενα και εξαγόμενα εμπορεύματα 2. εκτελωνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης. Το ρ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek